Απτός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: απτός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осезаем, материален, осезаема, осезаемо, веществена
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απτός
απτός ορισμός, απτός συνώνυμο, απτός σημασια, απτός λεξικο, απτός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απτός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- απρόσωπος στα βουλγαρικά - безличен, безлична, безлично, безличностна, безличностен
- απτόητος στα βουλγαρικά - непоколебим, неустрашим, непоколебимата, непоколебима, невъзмутимо
- απωθητικός στα βουλγαρικά - отблъскващ, необичлив, несимпатичен, обичан
- από στα βουλγαρικά - около, чам, от, на
Τυχαίες λέξεις
Απτός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: осезаем, материален, осезаема, осезаемо, веществена
Μεταφράσεις: осезаем, материален, осезаема, осезаемо, веществена