Απτός στα γερμανικά
Μετάφραση: απτός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
greifbar, fühlbar, konkret, Sach, greifbare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απτός
απτός ορισμός, απτός συνώνυμο, απτός σημασια, απτός λεξικο, απτός λεξικό γλώσσας γερμανικά, απτός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- απρόσωπος στα γερμανικά - unpersönlich, unpersönlichen, unpersönliche, unpersönlicher, unpersönliches
- απτόητος στα γερμανικά - fest, felsenfest, unerschütterlich, unentwegt, unerschrocken, unverdrossen, unverzagt, ...
- απωθητικός στα γερμανικά - unzüchtig, obszön, widerlich, wenig liebenswert, nicht liebenswert, liebenswert, unlovable, ...
- από στα γερμανικά - seit, vor, vorbei, seither, antithese, von, weil, ...
Τυχαίες λέξεις
Απτός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: greifbar, fühlbar, konkret, Sach, greifbare
Μεταφράσεις: greifbar, fühlbar, konkret, Sach, greifbare