Απτός στα ολλανδικά
Μετάφραση: απτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tastbaar, voelbaar, materiële, tastbare, concrete
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απτός
απτός ορισμός, απτός συνώνυμο, απτός σημασια, απτός λεξικο, απτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απτός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απρόσωπος στα ολλανδικά - onpersoonlijk, onpersoonlijke
- απτόητος στα ολλανδικά - standvastig, onverschrokken, onversaagd, onversaagde, undaunted, onverdroten
- απωθητικός στα ολλανδικά - weerzinwekkend, vuil, afstotelijk, obsceen, unlovable, niet geliefd, onaantrekkelijk, ...
- από στα ολλανδικά - naar, voor, om, dichtbij, dan, vanaf, aan, ...
Τυχαίες λέξεις
Απτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tastbaar, voelbaar, materiële, tastbare, concrete
Μεταφράσεις: tastbaar, voelbaar, materiële, tastbare, concrete