Απτός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απτός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tangível, palpável, tangíveis, concreta, corpóreo
Απτός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απτός

απτός ορισμός, απτός συνώνυμο, απτός σημασια, απτός λεξικο, απτός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απτός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απρόσωπος στα πορτογαλικά - impessoal, impessoais
  • απτόητος στα πορτογαλικά - destemido, intrépido, destemida, undaunted, impávido
  • απωθητικός στα πορτογαλικά - antipático, unlovable, indigno de ser amado, ser amado, detestável
  • από στα πορτογαλικά - pelo, odor, tamisa, do, desde, pecar, por, ...
Τυχαίες λέξεις
Απτός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tangível, palpável, tangíveis, concreta, corpóreo