Απτός στα τούρκικα

Μετάφραση: απτός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
somut, maddi, maddi duran, somut bir, elle tutulur
Απτός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απτός

απτός ορισμός, απτός συνώνυμο, απτός σημασια, απτός λεξικο, απτός λεξικό γλώσσας τούρκικα, απτός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • απρόσωπος στα τούρκικα - kişiliksiz, kişisel olmayan, kişiliksiz bir, impersonal, gayri şahsi
  • απτόητος στα τούρκικα - sarsılmaz, yılmaz, yılmayan, yılmadan, cesur, undaunted
  • απωθητικός στα τούρκικα - tiksindirici, iğrenç, müstehcen, sevilmeyen, sevimsiz, unlovable
  • από στα τούρκικα - bari, itibaren, gelen, dan, adlı, adlı işletmeye
Τυχαίες λέξεις
Απτός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: somut, maddi, maddi duran, somut bir, elle tutulur