Ασπρίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ασπρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реабилитация, избледнявам, побледнявам, побелява, избелен, побелявам
Ασπρίζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασπρίζω

ασπρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασπρίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ασπίδα στα βουλγαρικά - щит, предпази, предпазят, защита, предпазват
  • ασπιρίνη στα βουλγαρικά - аспирин, аспирина, на аспирин, ацетилсалицилова киселина
  • ασπόνδυλος στα βουλγαρικά - безгръбначно, безгръбначен, безгръбначни, на безгръбначни, безгръбначните, безгръбначния
  • αστάθεια στα βουλγαρικά - непостоянство, нестабилност, нестабилността, нестабилност на, неустойчивост
Τυχαίες λέξεις
Ασπρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: реабилитация, избледнявам, побледнявам, побелява, избелен, побелявам