Ασπρίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: ασπρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beyazlatmak, beyazlatır, ağarmak, bembeyaz yapmak
Ασπρίζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασπρίζω

ασπρίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ασπρίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ασπίδα στα τούρκικα - kalkan, tampon, korumak, korumaya, kalkanı, koruma
  • ασπιρίνη στα τούρκικα - aspirin, aspirinin, aspirine, aspirinle
  • ασπόνδυλος στα τούρκικα - omurgasız, omurgas, omurgasızlar, bir omurgasız
  • αστάθεια στα τούρκικα - kararsızlık, istikrarsızlık, instabilite, instabilitesi, istikrarsızlığın
Τυχαίες λέξεις
Ασπρίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: beyazlatmak, beyazlatır, ağarmak, bembeyaz yapmak