Ασπρίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασπρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
witten, bleken, witter, witter te, witter te maken
Ασπρίζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασπρίζω

ασπρίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασπρίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασπίδα στα ολλανδικά - uithangbord, bordje, bord, stootkussen, buffer, bumper, schild, ...
  • ασπιρίνη στα ολλανδικά - aspirine, aspirin, acetylsalicylzuur, van aspirine, aspirientje
  • ασπόνδυλος στα ολλανδικά - ongewerveld, invertebrate, ongewervelde, ruggegraat, zonder ruggegraat
  • αστάθεια στα ολλανδικά - instabiliteit, onstabiliteit, instabiliteit van, de instabiliteit, instabiele
Τυχαίες λέξεις
Ασπρίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: witten, bleken, witter, witter te, witter te maken