Ασπρίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ασπρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
whiten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασπρίζω
ασπρίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ασπρίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ασπίδα στα ισλανδικά - skjöldur, skjöld, verja, hlífa, að verja
- ασπιρίνη στα ισλανδικά - aspirín, acetýlsalicýlsýra, aspiríni, asetýlsalisýlsýru
- ασπόνδυλος στα ισλανδικά - hryggleysingja, Hryggleysingjar, Invertebrate
- αστάθεια στα ισλανδικά - óstöðugleiki, óstöðugleika, ójafnvægi, óstöðugleiki í, óstöðug
Τυχαίες λέξεις
Ασπρίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: whiten
Μεταφράσεις: whiten