Ασπρίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασπρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
branquear, whiten, whiten a, clarear, embranquecer
Ασπρίζω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασπρίζω

ασπρίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασπρίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασπίδα στα πορτογαλικά - tabuleta, aconchegar, amortecedor, âncora, escudar, abrigar, escudo, ...
  • ασπιρίνη στα πορτογαλικά - aspirina, a aspirina, aspirin, de aspirina, ácido acetilsalicílico
  • ασπόνδυλος στα πορτογαλικά - invertebrado, invertebrate, invertebrados, de invertebrados, invertebrada
  • αστάθεια στα πορτογαλικά - instabilidade, a instabilidade, instabilidade do, de instabilidade, da instabilidade
Τυχαίες λέξεις
Ασπρίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: branquear, whiten, whiten a, clarear, embranquecer