Ασπρίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ασπρίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
избелуваат, бели
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασπρίζω
ασπρίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ασπρίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ασπίδα στα σλαβομακεδονικά - штитот, штит, се заштити, заштити, да се заштити, ги заштити
- ασπιρίνη στα σλαβομακεδονικά - аспирин, аспиринот, со аспирин, на аспирин
- ασπόνδυλος στα σλαβομακεδονικά - без'рбетници, безрбетниците, безрбетници, без'рбетниците, безрбетни
- αστάθεια στα σλαβομακεδονικά - нестабилност, нестабилноста, нестабилност на, нестабилност во
Τυχαίες λέξεις
Ασπρίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: избелуваат, бели
Μεταφράσεις: избелуваат, бели