Ασπρίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ασπρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бяліць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασπρίζω
ασπρίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ασπρίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ασπίδα στα λευκορωσικά - абараняць, шчыт
- ασπιρίνη στα λευκορωσικά - аспірын, асьпірын
- ασπόνδυλος στα λευκορωσικά - бесхрыбтовых, бесхрыбетныя, бесхрыбтовымі, бесхрыбтовае, беспазваночных
- αστάθεια στα λευκορωσικά - нестабільнасць, нестабільнасьць, стабільнасць
Τυχαίες λέξεις
Ασπρίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: бяліць
Μεταφράσεις: бяліць