Αυλάκι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αυλάκι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бразда, улей, набръчквам, дълбока бръчка, ора
Αυλάκι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυλάκι

αυλάκι πόρτο ράφτη, αυλάκι για πότισμα, αυλάκι πόρτο ράφτη χάρτης, αυλάκι παραλία, αυλάκι χάρτης, αυλάκι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυλάκι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αυθορμητισμός στα βουλγαρικά - спонтанност, спонтанността, непосредственост
  • αυθόρμητος στα βουλγαρικά - неподсказан, невнушен, спонтанен, спонтанна
  • αυλή στα βουλγαρικά - съд, ярд, двор, вътрешен двор, двора, вътрешния двор
  • αυλαία στα βουλγαρικά - завеса, перде, завеси, завесата
Τυχαίες λέξεις
Αυλάκι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бразда, улей, набръчквам, дълбока бръчка, ора