Αυλάκι στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αυλάκι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
араць, разора, баразна, разор
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλάκι
αυλάκι πόρτο ράφτη, αυλάκι για πότισμα, αυλάκι πόρτο ράφτη χάρτης, αυλάκι παραλία, αυλάκι χάρτης, αυλάκι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αυλάκι στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αυθορμητισμός στα λευκορωσικά - спантаннасць, спантаннасьць
- αυθόρμητος στα λευκορωσικά - спантанны, спантаны
- αυλή στα λευκορωσικά - двор, кароткi, пакой, агарод, на двор, падворак, на падворак
- αυλαία στα λευκορωσικά - заслону, заслона, занавес
Τυχαίες λέξεις
Αυλάκι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: араць, разора, баразна, разор
Μεταφράσεις: араць, разора, баразна, разор