Αυλάκι στα λιθουανικά
Μετάφραση: αυλάκι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raukšlė, vaga, vagos, išvagoti, griovelis, gili raukšlė
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλάκι
αυλάκι πόρτο ράφτη, αυλάκι για πότισμα, αυλάκι πόρτο ράφτη χάρτης, αυλάκι παραλία, αυλάκι χάρτης, αυλάκι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυλάκι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αυθορμητισμός στα λιθουανικά - spontaniškumas, spontaniškumą, spontaniškumo, spontaniškus
- αυθόρμητος στα λιθουανικά - Spontaniškai, Įtaiga, Ne Įtaiga, Negali pasiūlyti
- αυλή στα λιθουανικά - jardas, teismas, kiemas, Courtyard, kieme, kiemo, kiemelis
- αυλαία στα λιθουανικά - uždanga, užuolaida, užuolaidos, užuolaidų, curtain
Τυχαίες λέξεις
Αυλάκι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: raukšlė, vaga, vagos, išvagoti, griovelis, gili raukšlė
Μεταφράσεις: raukšlė, vaga, vagos, išvagoti, griovelis, gili raukšlė