Αυλάκι στα δανικά
Μετάφραση: αυλάκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
læg, rynke, fold, fure, furen, Furrow, furet, furede
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλάκι
αυλάκι πόρτο ράφτη, αυλάκι για πότισμα, αυλάκι πόρτο ράφτη χάρτης, αυλάκι παραλία, αυλάκι χάρτης, αυλάκι λεξικό γλώσσας δανικά, αυλάκι στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυθορμητισμός στα δανικά - spontanitet, spontaniteten, spontane, umiddelbarhed, spontan
- αυθόρμητος στα δανικά - uopfordret, markedsfriheder, uberettigede
- αυλή στα δανικά - gård, ret, gårdsplads, yard, gårdhave, gården, indre gårdhave
- αυλαία στα δανικά - gardin, tæppe, curtain, forhæng, gardinet, gardiner
Τυχαίες λέξεις
Αυλάκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: læg, rynke, fold, fure, furen, Furrow, furet, furede
Μεταφράσεις: læg, rynke, fold, fure, furen, Furrow, furet, furede