Αυλάκι στα εσθονικά

Μετάφραση: αυλάκι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vagu, indlema, roobas, lõbu, korts, kiim, nauding, rutiin, furrow, künniviilu, kurd
Αυλάκι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυλάκι

αυλάκι πόρτο ράφτη, αυλάκι για πότισμα, αυλάκι πόρτο ράφτη χάρτης, αυλάκι παραλία, αυλάκι χάρτης, αυλάκι λεξικό γλώσσας εσθονικά, αυλάκι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αυθορμητισμός στα εσθονικά - tormakus, spontaansus, spontaansust, spontaansuse, spontaanselt, dispersiooni spontaansus
  • αυθόρμητος στα εσθονικά - spontaanne, Spontaanne, omaalgatuslik, omaalgatusliku
  • αυλή στα εσθονικά - mänguväljak, kurameerima, hoov, sisehoov, etik, õukond, õu, ...
  • αυλαία στα εσθονικά - kardin, eesriie, kardinate, kardina, eesriide, kardinad
Τυχαίες λέξεις
Αυλάκι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vagu, indlema, roobas, lõbu, korts, kiim, nauding, rutiin, furrow, künniviilu, kurd