Βήχω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кашлица, кашлицата, за кашлица, на кашлица
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βήχω
γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βήχω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- βήμα στα βουλγαρικά - шап, ярд, стъпка, крачка, етап, стъпки
- βήχας στα βουλγαρικά - кашлица, кашлицата, за кашлица, на кашлица
- βία στα βουλγαρικά - сила, насилие, насилието, с насилието, на насилието
- βίαιος στα βουλγαρικά - насилствен, яростен, бурен, насилие, насилствено
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кашлица, кашлицата, за кашлица, на кашлица
Μεταφράσεις: кашлица, кашлицата, за кашлица, на кашлица