Βήχω στα τούρκικα

Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öksürmek, öksürük, öksürüğü, bir öksürük
Βήχω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βήχω

γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βήχω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βήμα στα τούρκικα - tedbir, adım, basamak, adımı, aşama, adımdır
  • βήχας στα τούρκικα - öksürük, öksürmek, öksürüğü, bir öksürük
  • βία στα τούρκικα - sürmek, çekmek, tesir, güç, zorlamak, kuvvet, kudret, ...
  • βίαιος στα τούρκικα - şiddetli, şiddet, şiddet içeren, şiddetli bir, şiddete
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: öksürmek, öksürük, öksürüğü, bir öksürük