Βήχω στα δανικά

Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hoste, hosten, af hoste
Βήχω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βήχω

γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας δανικά, βήχω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βήμα στα δανικά - skridt, trappe, gang, forholdsregel, trin, led, skridt i, ...
  • βήχας στα δανικά - hoste, hosten, af hoste
  • βία στα δανικά - tvinge, kraft, voldsomhed, styrke, vold, volden, af vold, ...
  • βίαιος στα δανικά - voldsom, kraftig, voldelig, voldelige, voldsomme, voldeligt
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hoste, hosten, af hoste