Βήχω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кашаль, кашель
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βήχω
γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βήχω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βήμα στα λευκορωσικά - стопень, крок
- βήχας στα λευκορωσικά - кашаль, кашель
- βία στα λευκορωσικά - цягнуць, штурхаць, гвалт, насілле, гвалту, насільле
- βίαιος στα λευκορωσικά - моцны, моцным, дужы
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кашаль, кашель
Μεταφράσεις: кашаль, кашель