Βήχω στα λιθουανικά

Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kosėti, kosulys, kosulio, kosulį, kosuliu
Βήχω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βήχω

γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βήχω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βήμα στα λιθουανικά - priemonė, pakopa, eisena, žingsnis, jardas, laiptelis, etapas, ...
  • βήχας στα λιθουανικά - kosulys, kosėti, kosulio, kosulį, kosuliu
  • βία στα λιθουανικά - jėga, spausti, smurtas, smurto, smurtą, prievarta, smurtu
  • βίαιος στα λιθουανικά - smurtinis, smarkus, smurtinio, Smurtiniai, smurtinių, smurtinė
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kosėti, kosulys, kosulio, kosulį, kosuliu