Βήχω στα ισλανδικά
Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hósta, hósti, hóstinn, hóst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βήχω
γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βήχω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βήμα στα ισλανδικά - trappa, fet, skref, áfangi, skrefið, skref að, fyrir skref, ...
- βήχας στα ισλανδικά - hósti, hósta, hóstinn, hóst
- βία στα ισλανδικά - afl, ofbeldi, ofbeldis, ofbeldið
- βίαιος στα ισλανδικά - ofbeldi, ofbeldisfull, ofbeldisfullir, ofsafenginn, ofbeldis
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hósta, hósti, hóstinn, hóst
Μεταφράσεις: hósta, hósti, hóstinn, hóst