Βήχω στα ολλανδικά

Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoesten, hoest, kuch, kuchen
Βήχω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βήχω

γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βήχω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βήμα στα ολλανδικά - opstap, treden, stap, mate, schrijden, lopen, trede, ...
  • βήχας στα ολλανδικά - hoesten, hoest, kuch, kuchen
  • βία στα ολλανδικά - kracht, douwen, sterkte, verplichten, trekken, aanduwen, macht, ...
  • βίαιος στα ολλανδικά - hevig, heftig, geweldig, gewelddadig, gewelddadige, hevige
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hoesten, hoest, kuch, kuchen