Βήχω στα εσθονικά

Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
köhatama, köha, köhima
Βήχω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βήχω

γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας εσθονικά, βήχω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βήμα στα εσθονικά - tempo, samm, aste, sõtkuma, roomik, astuma, kõnnak, ...
  • βήχας στα εσθονικά - köha, köhatama, köhima
  • βία στα εσθονικά - sundima, ägedus, vägivaldsus, vägivald, vägi, vägivalla, vägivalda, ...
  • βίαιος στα εσθονικά - kirglik, vägivaldne, vägivaldse, vägivaldsete, vägivaldsed, vägivaldseid
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: köhatama, köha, köhima