Βήχω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tossir, tosse, a tosse, da tosse, cough, de tosse
Βήχω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βήχω

γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βήχω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βήμα στα πορτογαλικά - andar, degrau, medida, dactilógrafa, escalão, etapa, passo, ...
  • βήχας στα πορτογαλικά - tossir, tosse, a tosse, da tosse, cough, de tosse
  • βία στα πορτογαλικά - vigor, impelir, intensidade, ditar, empurrar, trespassar, poder, ...
  • βίαιος στα πορτογαλικά - violento, violenta, violentos, violentas, violência
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tossir, tosse, a tosse, da tosse, cough, de tosse