Βήχω στα πολωνικά
Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kaszel, kaszleć, kaszlu, cough, na kaszel, kaszlem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βήχω
γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας πολωνικά, βήχω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- βήμα στα πολωνικά - podium, chód, próg, krocz, udeptać, tratować, podnóżek, ...
- βήχας στα πολωνικά - kaszel, kaszleć, kaszlu, cough, na kaszel, kaszlem
- βία στα πολωνικά - moc, siła, zmusić, obowiązywać, gwałtowność, przymuszać, gwałt, ...
- βίαιος στα πολωνικά - potężny, ostry, zapalczywy, ożywiony, silny, gwałtowny, agresywny, ...
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kaszel, kaszleć, kaszlu, cough, na kaszel, kaszlem
Μεταφράσεις: kaszel, kaszleć, kaszlu, cough, na kaszel, kaszlem