Βασανιστήριο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: βασανιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стойка, изтезание, мъчение, изтезания, изтезанията, мъчения
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βασανιστήριο
βασανιστήριο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βασανιστήριο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- βασανιζόμενος στα βουλγαρικά - vasanizomenos
- βασανισμός στα βουλγαρικά - жестокост, жестокостта, Cruelty, насилието над, Мъчения
- βασικός στα βουλγαρικά - скрепва, основен, основния, основна, основната, основно
- βασιλεία στα βουλγαρικά - царуване, царувам, царува, възцари, царуват
Τυχαίες λέξεις
Βασανιστήριο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стойка, изтезание, мъчение, изтезания, изтезанията, мъчения
Μεταφράσεις: стойка, изтезание, мъчение, изтезания, изтезанията, мъчения