Βασανιστήριο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βασανιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
катаванні, катаваньні, катавання, катаванне, мукі
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βασανιστήριο
βασανιστήριο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βασανιστήριο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βασανιζόμενος στα λευκορωσικά - vasanizomenos
- βασανισμός στα λευκορωσικά - жорсткасць, жестокость, жорсткасьць, Лютасць
- βασικός στα λευκορωσικά - асноўнай, асноўны, асноўнага, асноўная
- βασιλεία στα λευκορωσικά - валадарыць, цараваць, панаваць, уладарыць, валадарылі
Τυχαίες λέξεις
Βασανιστήριο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: катаванні, катаваньні, катавання, катаванне, мукі
Μεταφράσεις: катаванні, катаваньні, катавання, катаванне, мукі