Βασανιστήριο στα κροατικά
Μετάφραση: βασανιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iscrpljivati, polica, zupčanica, stalak, mučenje, mučenja, mučenju, tortura, torture
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βασανιστήριο
βασανιστήριο λεξικό γλώσσας κροατικά, βασανιστήριο στα κροατικά
Μεταφράσεις
- βασανιζόμενος στα κροατικά - zadesile, vasanizomenos
- βασανισμός στα κροατικά - mučenje, muče, mućenju, mučiti, kinjiti, okrutnost, okrutnosti, ...
- βασικός στα κροατικά - spajalica, skoba, osnovni, osnovna, temeljna, Temeljni, temeljno
- βασιλεία στα κροατικά - gospodariti, carska, vladati, kraljevati, kraljevat, kraljuje, vlada
Τυχαίες λέξεις
Βασανιστήριο στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: iscrpljivati, polica, zupčanica, stalak, mučenje, mučenja, mučenju, tortura, torture
Μεταφράσεις: iscrpljivati, polica, zupčanica, stalak, mučenje, mučenja, mučenju, tortura, torture