Βασανιστήριο στα ισλανδικά
Μετάφραση: βασανιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pyndingum, pyndingar, pyntingar, pyntingum, pynta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βασανιστήριο
βασανιστήριο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βασανιστήριο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βασανιζόμενος στα ισλανδικά - vasanizomenos
- βασανισμός στα ισλανδικά - grimmd
- βασικός στα ισλανδικά - undirstöðu, grunn, grundvallar, einföld
- βασιλεία στα ισλανδικά - konungur, ríkja, verða konungur, drottna, að ríkja
Τυχαίες λέξεις
Βασανιστήριο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: pyndingum, pyndingar, pyntingar, pyntingum, pynta
Μεταφράσεις: pyndingum, pyndingar, pyntingar, pyntingum, pynta