Βασανιστήριο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βασανιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tortura, a tortura, torturas, de tortura, da tortura
Βασανιστήριο στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βασανιστήριο

βασανιστήριο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βασανιστήριο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βασανιζόμενος στα πορτογαλικά - vasanizomenos
  • βασανισμός στα πορτογαλικά - tortura, tartaruga, transe, pagamento, torturar, suplício, angústia, ...
  • βασικός στα πορτογαλικά - padrão, grampo, básico, base, de base, básica, básicos
  • βασιλεία στα πορτογαλικά - reinar, reabilitar, reinará, reine, reinado, reina
Τυχαίες λέξεις
Βασανιστήριο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tortura, a tortura, torturas, de tortura, da tortura