Βουλιάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мивка, мивката, поглътител, поглътител на, умивалник
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιάζω
ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βουλιάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- βουκολικός στα βουλγαρικά - пасторален, идиличен, селски, идиличната
- βουλή στα βουλγαρικά - парламент, къща, къщата, дом, къща с
- βουλιμία στα βουλγαρικά - булимия, Булимията, Bulimia, и булимия, неврогенна
- βουλώνω στα βουλγαρικά - вид силикон, силикон, нетъкани материали, замажете, нетъкани
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мивка, мивката, поглътител, поглътител на, умивалник
Μεταφράσεις: мивка, мивката, поглътител, поглътител на, умивалник