Βουλιάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curva, pia, dissipador, dissipador de, lavatório, sink
Βουλιάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουλιάζω

ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βουλιάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βουκολικός στα πορτογαλικά - bucólico, bucólica, bucolic, bucólicos, bucólicas
  • βουλή στα πορτογαλικά - parlamento, assembleia, casa, casa de, de casa, da casa, residência
  • βουλιμία στα πορτογαλικά - Bulimia, da bulimia, A bulimia, de bulimia
  • βουλώνω στα πορτογαλικά - tapar, obstrução, arrolhar, tampar, calafetar, calafetação, caulk, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: curva, pia, dissipador, dissipador de, lavatório, sink