Βουλιάζω στα σουηδικά
Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvättställ, handfat, sink, diskbänk, diskbänken
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιάζω
ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, βουλιάζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- βουκολικός στα σουηδικά - bucolic, idylliska, idyll, bukolisk
- βουλή στα σουηδικά - riksdag, parlament, hus, huset, house, Stuga, kammaren
- βουλιμία στα σουηδικά - snikenhet, Bulimia, Bulimi, bulimia nervosa
- βουλώνω στα σουηδικά - caulk, diktnings, täta, fogmassa, fogmassan
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tvättställ, handfat, sink, diskbänk, diskbänken
Μεταφράσεις: tvättställ, handfat, sink, diskbänk, diskbänken