Βουλιάζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мијалник, потоне, мијалникот, тонат, лавабото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιάζω
ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βουλιάζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- βουκολικός στα σλαβομακεδονικά - провинцијален, пасторален
- βουλή στα σλαβομακεδονικά - куќа, куќата, дом, House, домот
- βουλιμία στα σλαβομακεδονικά - булимија, Булимијата, од булимија, се булимија
- βουλώνω στα σλαβομακεδονικά - вид силикон
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: мијалник, потоне, мијалникот, тонат, лавабото
Μεταφράσεις: мијалник, потоне, мијалникот, тонат, лавабото