Βουλιάζω στα ιταλικά
Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavello, lavandino, lavabo, dissipatore, dispersore
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιάζω
ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, βουλιάζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- βουκολικός στα ιταλικά - bucolico, bucolica, bucolic, pastorale
- βουλή στα ιταλικά - parlamento, casa, casa di, casa in, abitazione, edificio
- βουλιμία στα ιταλικά - cupidigia, avidità, avarizia, bramosia, Bulimia, La bulimia, di bulimia
- βουλώνω στα ιταλικά - intasare, ostruire, otturare, calafatare, caulk, mastice, stucco, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lavello, lavandino, lavabo, dissipatore, dispersore
Μεταφράσεις: lavello, lavandino, lavabo, dissipatore, dispersore