Βουλιάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kriauklė, kriaukle, grimzdimo, kriauklės, sink
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιάζω
ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βουλιάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- βουκολικός στα λιθουανικά - Bukolisks, Pastorāls, Pastorałka, Bukoliczny, Pastoralny
- βουλή στα λιθουανικά - namas, House, namo, namai, namuose
- βουλιμία στα λιθουανικά - godumas, gobšumas, bulimija, Nervinė, bulimijos, bulimijai, bulimia
- βουλώνω στα λιθουανικά - užkamšyti, Doszczelniać, užtaisyti, Ķitēt, caulk
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kriauklė, kriaukle, grimzdimo, kriauklės, sink
Μεταφράσεις: kriauklė, kriaukle, grimzdimo, kriauklės, sink