Δίψα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δίψα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жажда, жаждата, от жажда, жадуват
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίψα
δίψα (1990), δίψα εγκυμοσύνη, δίψα - κωστής μαραβέγιας, δίψα ονειροκρίτης, δίψα για ζωή (1964), δίψα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δίψα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δίσκος στα βουλγαρικά - поднос, диск, диска, дискове, на диска
- δίχτυ στα βουλγαρικά - интернет, решетка, сетя, печалба, нето, нетен, нетната, ...
- δαίμονας στα βουλγαρικά - демон, демони, демона, бяс
- δαγκώνω στα βουλγαρικά - хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване
Τυχαίες λέξεις
Δίψα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: жажда, жаждата, от жажда, жадуват
Μεταφράσεις: жажда, жаждата, от жажда, жадуват