Δίψα στα ουγγρικά
Μετάφραση: δίψα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szomjúság, szomjúságot, szomjat, a szomjúság, szomjan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίψα
δίψα (1990), δίψα εγκυμοσύνη, δίψα - κωστής μαραβέγιας, δίψα ονειροκρίτης, δίψα για ζωή (1964), δίψα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δίψα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δίσκος στα ουγγρικά - korong, okirat, tálca, rekord, album, okmány, nagylemez, ...
- δίχτυ στα ουγγρικά - hálószem, nettó, kelepce, áramhálózat, a nettó, net, háló, ...
- δαίμονας στα ουγγρικά - démon, démont, démoni, demon
- δαγκώνω στα ουγγρικά - harapás, harap, harapni, falatot, megharapni
Τυχαίες λέξεις
Δίψα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szomjúság, szomjúságot, szomjat, a szomjúság, szomjan
Μεταφράσεις: szomjúság, szomjúságot, szomjat, a szomjúság, szomjan