Δίψα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δίψα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sede, thirst, a sede, da sede, de sede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίψα
δίψα (1990), δίψα εγκυμοσύνη, δίψα - κωστής μαραβέγιας, δίψα ονειροκρίτης, δίψα για ζωή (1964), δίψα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δίψα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δίσκος στα πορτογαλικά - reconstruir, alistar, bandeja, inscrever, recorde, disco, registrar, ...
- δίχτυ στα πορτογαλικά - alegre, trama, vantagem, rede, lucro, distinto, grade, ...
- δαίμονας στα πορτογαλικά - demônio, demónio, demon, demônios, demoníaca
- δαγκώνω στα πορτογαλικά - rilhar, morder, mordida, mordem, mordê, morda
Τυχαίες λέξεις
Δίψα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sede, thirst, a sede, da sede, de sede
Μεταφράσεις: sede, thirst, a sede, da sede, de sede