Δίψα στα λιθουανικά
Μετάφραση: δίψα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
troškulys, troškulį, troškimas, trokšta, troškulio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίψα
δίψα (1990), δίψα εγκυμοσύνη, δίψα - κωστής μαραβέγιας, δίψα ονειροκρίτης, δίψα για ζωή (1964), δίψα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δίψα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δίσκος στα λιθουανικά - rekordas, albumas, padėklas, diskas, disko, diskų, diską, ...
- δίχτυ στα λιθουανικά - tinklelis, pelnas, tinklas, internetas, neto, grynasis, grynoji, ...
- δαίμονας στα λιθουανικά - velnias, šėtonas, demonas, Demon, demoną, demoniškas
- δαγκώνω στα λιθουανικά - kąsti, įkandimas, įkąsti, Užkandote, įkandimo, bite
Τυχαίες λέξεις
Δίψα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: troškulys, troškulį, troškimas, trokšta, troškulio
Μεταφράσεις: troškulys, troškulį, troškimas, trokšta, troškulio