Δίψα στα ολλανδικά

Μετάφραση: δίψα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dorst, de dorst, dorst te, dorsten, honger
Δίψα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίψα

δίψα (1990), δίψα εγκυμοσύνη, δίψα - κωστής μαραβέγιας, δίψα ονειροκρίτης, δίψα για ζωή (1964), δίψα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δίψα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δίσκος στα ολλανδικά - aantekenen, registreren, theeblad, boeken, discus, blad, record, ...
  • δίχτυ στα ολλανδικά - breisteek, zuiver, voordeel, rooster, traliehek, belang, net, ...
  • δαίμονας στα ολλανδικά - duivel, demon, demonen, demonische, demoon
  • δαγκώνω στα ολλανδικά - beitsen, happen, beet, knauwen, bijten, bijt, te bijten, ...
Τυχαίες λέξεις
Δίψα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dorst, de dorst, dorst te, dorsten, honger