Δίψα στα σουηδικά
Μετάφραση: δίψα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
törst, törsten, törstar, törsta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίψα
δίψα (1990), δίψα εγκυμοσύνη, δίψα - κωστής μαραβέγιας, δίψα ονειροκρίτης, δίψα για ζωή (1964), δίψα λεξικό γλώσσας σουηδικά, δίψα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δίσκος στα σουηδικά - disk, grammofonskiva, rekord, registrera, bricka, skiva, skivan, ...
- δίχτυ στα σουηδικά - nät, maska, netto, net, nätet
- δαίμονας στα σουηδικά - demon, demonen, onde anden
- δαγκώνω στα σουηδικά - bita, bett, biter, bite, tugga
Τυχαίες λέξεις
Δίψα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: törst, törsten, törstar, törsta
Μεταφράσεις: törst, törsten, törstar, törsta