Διαφωτίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
озарявам, осветяване, осветява, светне, освети
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω
διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαφωτίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαφωνία στα βουλγαρικά - довод, обмен, диспут, разногласие, несъгласие, разногласия, несъгласието, ...
- διαφωνώ στα βουλγαρικά - не съм съгласен, съгласни, съгласен, несъгласен, не са съгласни
- διαχείμαση στα βουλγαρικά - зимуване, за зимуване, зимуването, зимовище, зимуваща
- διαχειμάζω στα βουλγαρικά - зима, спя зимен сън, зимувам, бездействувам, хибернация, спят зимен сън
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: озарявам, осветяване, осветява, светне, освети
Μεταφράσεις: озарявам, осветяване, осветява, светне, освети