Διαφωτίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valaista, selkeyttää, kirkastaa, selventää, valaisemaan, valaisemiseen, syttyvät, palavat
Διαφωτίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω

διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διαφωτίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαφωνία στα φινλανδικά - väittely, sanaharkka, keskustelu, riita, vaihekulma, selkkaus, vaihtaa, ...
  • διαφωνώ στα φινλανδικά - penätä, kinata, kinastella, keskustella, kiistellä, saarnata, olla eri mieltä, ...
  • διαχείμαση στα φινλανδικά - talvehtiminen, talvehtimisalue, talvehtimis-, talvehtimispaikka
  • διαχειμάζω στα φινλανδικά - talvi, talvehtia, lepotilaan, hibernate, talviunille, horrostilaan
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: valaista, selkeyttää, kirkastaa, selventää, valaisemaan, valaisemiseen, syttyvät, palavat