Διαφωτίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illuminare, illumina, accende, illuminerà, illuminano
Διαφωτίζω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω

διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαφωτίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαφωνία στα ιταλικά - argomento, bega, centrale, questione, dimostrazione, discussione, scambio, ...
  • διαφωνώ στα ιταλικά - disputare, ragionare, argomentare, bisticciare, litigare, discutere, dissentire, ...
  • διαχείμαση στα ιταλικά - svernamento, di svernamento, lo svernamento, svernante, hivernage
  • διαχειμάζω στα ιταλικά - inverno, ibernare, hibernate, ibernazione, letargo, di sospensione
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: illuminare, illumina, accende, illuminerà, illuminano