Διαφωτίζω στα δανικά
Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
belyse, lyser, oplyse, lyse, at belyse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω
διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας δανικά, διαφωτίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαφωνία στα δανικά - udveksling, debat, strid, konflikt, skænderi, bytte, argument, ...
- διαφωνώ στα δανικά - drøfte, argumentere, diskutere, uenige, uenig, er uenige, er uenig, ...
- διαχείμαση στα δανικά - overvintring, overvintringsområde, overvintre, overvintrende, overvintrings-
- διαχειμάζω στα δανικά - vinter, dvale, overvintre
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: belyse, lyser, oplyse, lyse, at belyse
Μεταφράσεις: belyse, lyser, oplyse, lyse, at belyse