Διαφωτίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šviesti, apšviesti, apšviečia, apšviestų, nušviesti, šviečia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω
διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαφωτίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαφωνία στα λιθουανικά - argumentas, ginčas, konfliktas, prieštaravimas, diskusija, debatai, iškeisti, ...
- διαφωνώ στα λιθουανικά - ginčytis, nesutikti, nesutinku, nesutinkate, nesutaria, nesutinka
- διαχείμαση στα λιθουανικά - žiemojimo, žiemojimą, žiemojimas, Pārziemošana, žiemojimui
- διαχειμάζω στα λιθουανικά - žiema, žiemoti, išjungti įrašius, hibernate, užmigdymo, įrašius
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šviesti, apšviesti, apšviečia, apšviestų, nušviesti, šviečia
Μεταφράσεις: šviesti, apšviesti, apšviečia, apšviestų, nušviesti, šviečia