Διαφωτίζω στα σλοβενικά

Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poučit, objasnit, osvetlitev, osvetljevanje, osvetliti, osvetljujejo, osvetlijo
Διαφωτίζω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω

διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διαφωτίζω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • διαφωνία στα σλοβενικά - debata, spor, uvod, nesoglasje, nesoglasja, nestrinjanje, nesporazum
  • διαφωνώ στα σλοβενικά - se ne strinjam, ne strinjam, strinjam se, ne strinjajo, se ne strinjajo
  • διαχείμαση στα σλοβενικά - prezimovanje, prezimitev, prezimovanja, prezimovališče, prezimljenje
  • διαχειμάζω στα σλοβενικά - zima, hibernacija, prezimovanje, hibernate, hibernirajo, hibernacije
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: poučit, objasnit, osvetlitev, osvetljevanje, osvetliti, osvetljujejo, osvetlijo